Η ΦΤΩΧΗ ΧΗΡΑ ΚΑΙ Ο
ΧΡΙΣΤΟΣ
(παραμύθι από τη Μακεδονία)
Κάποτε, ζούσε μια χήρα με τρία παιδιά. Μεγάλη η φτώχια τους. Μήτε ένα μικρό
χωραφάκι δεν είχανε. Με άγρια χόρτα που
μάζευε η φτωχή γυναίκα και κανένα ξεροκόμματο ζούσαν. Ένα μονάχα πλούσιο σπίτι
βρισκόταν εκεί κοντά και πολλές φορές η φτωχή
γυναίκα γύρευε να δουλέψει εκεί. Όμως η πλούσια γυναίκα δεν καταδεχότανε να βοηθήσει τη
φτωχή γειτόνισσά και τα παιδιά
της.
Τα τρία παιδιά νηστικά, ξεκινούσαν για να πάνε στο σχολείο με μια πάνινη τσάντα
που μέσα είχε την πλάκα και το κοντύλι
που έγραφαν. Κι αυτά ο δάσκαλος τους τα είχε δώσει. Μόλις επέστρεφαν από το σχολείο, φώναζαν:
-Μαμά, πεινάμε! Τι θα φάμε;
- Υπομονέψτε! Να, τώρα στη στάχτη ετοιμάζω κουλούρα. Όπου να’ ναι θα ψηθεί.
Ξαπλώστε τώρα.
Και με τη μασιά έκανε
τάχα πως αναποδογύριζε στην χόβολη την
κουλούρα. Αντί όμως για κουλούρα είχε
βαλμένη μια πλακουτσωτή πέτρα.
Τα παιδιά κάθε τόσο μισοκοιμισμένα ρωτούσαν:
- Μάνα, ψήθηκε η κουλούρα;
-Κοιμηθείτε εσείς και μόλις ψηθεί
θα σας ξυπνήσω.
Έτσι, κάθε βράδυ τα ξεγελούσε ώσπου τα
έπαιρνε ο ύπνος. Ένα βράδυ, η φτωχή
γυναίκα έπεσε στα γόνατα και με δάκρυα
στα μάτια παρακαλούσε το Θεό να τη λυπηθεί και αυτή και τα παιδιά της. Και
πραγματικά, ο Θεός άκουσε την προσευχή
της. Ο Χριστός, ντυμένος με κουρέλια,
όμοιος με ζητιάνο κατέβηκε στη γη.
Πρώτα, χτύπησε την πόρτα της πλούσιας κυράς λέγοντας:
- Καλή κυρά, ελέησέ με! Λίγο ψωμάκι μοναχά δώσε μου και κάπου να κοιμηθώ απόψε.
-Φύγε γρήγορα, παλιοζητιάνε! Θα μού λερώσεις το σπίτι! Ορίστε μας! του
αντιγύρισε εκείνη.
Στη συνέχεια, ο Χριστός πήγε και χτύπησε
την πόρτα της φτωχής γυναίκας με τα τρία
παιδιά που εκείνη τη στιγμή κοιμούνταν νηστικά.
- Άνοιξέ μου, κυρούλα και δώσε μου κανένα ξεροκόμματο.
Μέρες έχω να βάλω κάτι στο στόμα μου.
Η φτωχή γυναίκα του άνοιξε και του είπε πως τίποτα δεν βρισκόταν για φαγητό στο
σπιτικό της.
- Να, εδώ στη στάχτη ψήνω μια πέτρα , ξεγελώντας τα παιδιά
μου πως είναι κουλούρα μέχρι να
κοιμηθούν. Κρίμα που δεν έχω τίποτα να σε φιλέψω. Μπορείς όμως να περάσεις τη
νύχτα σου εδώ. Θα σου στρώσω εκεί χάμω στη γωνιά για να μην ξεπαγιάσεις έξω στο
κρύο.
- Σ’ ευχαριστώ, κυρούλα. Όμως πρώτα θα φάμε. Στρώσε τραπέζι και ξύπνα τα
παιδιά.
- Με τι να στρώσω τραπέζι, καλέ μου άνθρωπε;
Πέτρα σου είπα ότι ψήνω.
- Για ξαναδοκίμασε με τη μασιά και θα δεις.
Και αλήθεια, από τη στάχτη η γυναίκα έβγαλε μια λαχταριστή ροδοκόκκινη
κουλούρα. Από τη μοσκοβολιά ξύπνησαν και
τα τρία παιδιά και πετάχτηκαν επάνω φωνάζοντας:
- Μάνα, έτοιμη η κουλούρα;
Μα αντίς για τη μάνα, απάντησε ο ζητιάνος λέγοντας:
- Ας καθίσουμε όλοι στο τραπέζι. Εσύ, κυρούλα, φέρε από το κελάρι λίγο κρασί.
-Αχ, άνθρωπέ μου, το κελάρι μας δεν έχει πια τίποτα.
- Πάρε μια κανάτα και πήγαινε.
Η γυναίκα, έκαμε ό ,τι της είπε ο
ζητιάνος. Κατέβηκε κάτω στο κελάρι και τι να δει; Το βαρέλι ξέχειλο από κρασί ,
το πιθάρι γεμάτο λάδι και οι καλαθούνες είχανε όλου του κόσμου τα καλά: Τι
φασόλια, τι φακές, τι πατάτες, τι
κρεμμύδια !
Παραζαλισμένη, γέμισε το κανάτι και ανέβηκε. Ο ζητιάνος είχε βάλει τα παιδιά να καθίσουν ένα γύρω στο
τραπέζι. Έκοβε μεγάλα κομμάτια ψωμί από την κουλούρα ,τους
τα μοίραζε μα όσο και να τρώγανε η κουλούρα δεν τελείωνε!
- Φέρε κυρούλα, κύπελλα για το κρασί και
κάθισε στο τραπέζι. Της είπε.
Ώσπου να φέρει όμως τα κύπελλα η γυναίκα, ο ζητιάνος είχε γίνει άφαντος! Τα
παιδιά, χαρούμενα έτρωγαν την ζεστή κουλούρα.
Η γυναίκα σταυροκοπήθηκε. «Σίγουρα, ο Θεός με λυπήθηκε. Ο Χριστός θα ‘ταν αυτός
ο ζητιάνος» είπε με το νου της.
Ο Χριστός όμως ξαναγύρισε. Αλλά αυτή τη
φορά παρουσιάστηκε με ρούχα πλούσια και αρχοντικά. Πρώτα χτύπησε την πόρτα της
πλούσιας γυναίκας. Εκείνη, καταχάρηκε
που ένας τέτοιος άρχοντας χτύπησε την πόρτα της και δεν ήξερε πώς να τον
καλοδεχτεί.
«Περάστε, περάστε άρχοντά μου!» είπε γεμάτη περηφάνια που ένα τέτοιο σπουδαίο
πρόσωπο την επισκεπτόταν.
- Όχι. Απάντησε ο Χριστός. Δεν θα μπω στο δικό σου σπίτι, επειδή όταν ήρθα
ντυμένος με κουρέλια με έδιωξες. Θα πάω να μείνω στης φτωχής χήρας με τα τρία
παιδιά γιατί εκείνη μ’ όλη της τη φτώχεια με καλοδέχτηκε στο σπίτι της. Εσύ
έχεις όλα τα καλά και δεν λυπήθηκες ούτε εμένα ούτε εκείνη τη φτωχιά. Γι αυτό από σήμερα θα ζεις μέσα στη φτώχεια
και τη στεναχώρια.
Στη στιγμή, το πλούσιο σπίτι έγινε ένα
φτωχοκάλυβο και η πλούσια βρέθηκε
ντυμένη με βρώμικα κουρέλια.
Όσο για την φτωχή γυναίκα με τη χρυσή καρδιά,
έζησε μαζί με τα τρία παιδιά της χωρίς να τους λείψει ποτέ τίποτα.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
·
Γλυκό ψωμί-ψωμάκι
Με αλεύρι, μαγιά και νερό και τη
βοήθεια ενός μεγάλου, φτιάξε το δικό σου
ψωμί.
Να μια εύκολη συνταγή:
- Σκεύη / Συσκευές: Ταψί φούρνου, Μπολ
- Χρόνος Προετοιμασίας: 10 λεπτά
-Χρόνος Αναμονής: 1 ώρα
-Χρόνος Ψησίματος: 30-40
λεπτά
-Μερίδες: 2 φρατζόλες Βαθμός Δυσκολίας: Εύκολο
-Υλικά: 500 γρ. αλεύρι ολικής
7 γρ. μαγιά ξερή (1 φακελάκι)
250 ml νερό χλιαρό
¼ κ.γ. ζάχαρη
½ κ.γ. αλάτι
-Εκτέλεση 1) Βάζουμε σε ένα μεγάλο μπολ τη μαγιά, τη ζάχαρη, το μισό νερό και 3
κουταλιές της σούπας από το αλεύρι. Αφήνουμε για 10 λεπτά να ενεργοποιηθεί η
μαγιά.
2) Προσθέτουμε στο μπολ το υπόλοιπο αλεύρι, το αλάτι και τα άλλα 125 ml
νερό και ζυμώνουμε καλά με τα χέρια για τουλάχιστον 10 λεπτά. Αν δυσκολευόμαστε
μέσα στο μπολ, μεταφέρουμε σε αλευρωμένο πάγκο.
3) Αφήνουμε τη ζύμη να
ξεκουραστεί για 20 λεπτά.
4) Την ζυμώνουμε άλλα 1-2 λεπτά και την χωρίζουμε στα
δύο. Πλάθουμε με τα χέρια μας δύο φραντζόλες και τις τοποθετούμε σε ταψί
φούρνου που έχουμε καλύψει με λαδόκολλα.
5) Αφήνουμε το ψωμί να φουσκώσει σε
ζεστό μέρος του σπιτιού για περίπου 1 ώρα.
6) Βρέχουμε τις φραντζόλες ελαφρώς,
τις χαράζουμε και ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180oC για περίπου 30-40
λεπτά.
Αν μας αρέσει η πολύ τραγανή κόρα, ανεβάζουμε τη θερμοκρασία στους 200oC
τα τελευταία 5-7 λεπτά. Μπορείτε
να δείτε τη συνταγή εδώ
- Πασχαλινά στολίδια
Μπορούμε να φτιάξουμε αλλιώτικα πασχαλινά στολίδια χρησιμοποιώντας
αντί για πηλό, αλατοζύμη. Σε ένα μπολ
βάζουμε δύο ποτήρια αλεύρι και ένα ποτήρι αλάτι. Προσθέτουμε όσο νερό χρειάζεται για να γίνει
ζύμη. Ανοίγουμε τη ζύμη με έναν πλάστη
και με τα κουπ πατ κόβουμε ό, τι σχέδιο θέλουμε. Με ένα πλαστικό καλαμάκι
ανοίγουμε στο πάνω μέρος κάθε στολιδιού μια τρυπούλα αν θέλουμε να το
κρεμάσουμε. Αφού ψηθούν στο φούρνο μέχρι
να σκληρύνουν και να πάρουν το χρώμα του
μπισκότου, μπορούμε να τα βάψουμε με νερομπογιές (όχι πολύ αραιωμένες) ή μαρκαδόρους.
ιδέα από εδώ
· Ζωγράφισε ό, τι
σου έκανε εντύπωση από το παραμύθι που διάβασες
και αν θέλεις στείλε το
να το δούμε κι εμείς!
- Παίζουμε κρεμάλα με κάποιες λέξεις από την ιστορία πατώντας εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου